- τετρααιθυλιούχος
- -α, -ο, Νφρ. «τετρααιθυλιούχος μόλυβδος»χημ. οργανομεταλλική ένωση τού μολύβδου, βαρύ άχρωμο πολύ πτητικό υγρό που ζέει στους 200°C περίπου, παρασκευάζεται με επίδραση χλωρο-αιθανίου σε κονιοποιημένο κράμα μολύβδου και νατρίου και χρησιμοποιείται ως αντικροτικό πρόσθετο τής βενζίνης, αλλ. τετρααιθυλικός μόλυβδος.
Dictionary of Greek. 2013.