τετρααιθυλιούχος

τετρααιθυλιούχος
-α, -ο, Ν
φρ. «τετρααιθυλιούχος μόλυβδος»
χημ. οργανομεταλλική ένωση τού μολύβδου, βαρύ άχρωμο πολύ πτητικό υγρό που ζέει στους 200°C περίπου, παρασκευάζεται με επίδραση χλωρο-αιθανίου σε κονιοποιημένο κράμα μολύβδου και νατρίου και χρησιμοποιείται ως αντικροτικό πρόσθετο τής βενζίνης, αλλ. τετρααιθυλικός μόλυβδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετρααιθυλικός — ή, ό, Ν τετρααιθυλιούχος …   Dictionary of Greek

  • τετρααιθυλομόλυβδος — ο, Ν χημ. ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος …   Dictionary of Greek

  • αντικροτικά — Χημικές ουσίες που προστίθενται στα καύσιμα των κινητήρων μηχανών εσωτερικής καύσης για να παρεμποδίζουν την αυτοανάφλεξη μέσα στους κυλίνδρους, κατά τη διάρκεια της φάσης της συμπίεσης του μείγματος, δηλαδή για να εμποδίζουν την ανάφλεξη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”